κορακίας

κορακίας
Πτηνό της οικογένειας των κορακιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Coracias garrulus. Το σώμα του έχει μήκος περίπου 30 εκ., μπλε και πράσινο φτέρωμα και καστανοκόκκινη ράχη. Ο κ. είναι κυρίως εντομοφάγος, αν και τρέφεται και με μικρά ερπετά, αμφίβια, ακόμα και μικρά πουλιά. Είναι ιθαγενές της Ευρώπης και της Ασίας, ενώ τον χειμώνα, την περίοδο Νοεμβρίου-Απριλίου, μεταναστεύει στις τροπικές χώρες. Σε αντίθεση με άλλα μέλη του ίδιου γένους, τα οποία είναι μοναχικά, ο κ. ταξιδεύει σε κοπάδια. Ζει σε δασικές περιοχές, όπου φτιάχνει τις φωλιές του σε κουφάλες γέρικων δέντρων. Ο κορακίας (Coracias garrulus), που λέγεται επίσης χαλκοκουρούνα και πρασινοπούλι.
* * *
κορακίας, ὁ (Α)
είδος καλοιακούδας («κολοιῶν δ' ἐστὶν εἴδη τρία, ἓν μὲν ὁ κορακίας», Αριστοτ.)
αρχ.
ως επίθ. (κατά τον Ησύχ.) μαύρος σαν κόρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ίας (πρβλ. στρουθ-ίας, φοινικ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορακίας — κορακίᾱς , κορακίας chough masc acc pl κορακίᾱς , κορακίας chough masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Κορακιαί — Κορακιαί, αἱ (Α) [κορακίας] επιγρ. ονομασία τοποθεσίας στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορακί ας + κατάλ. αί, συνήθη σε τοπωνύμια (πρβλ. Παγασ αί, Πλαται αί)] …   Dictionary of Greek

  • κορακίνος — κορακῑνος, ὁ (ΑM) είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.) αρχ. 1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο 2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος +… …   Dictionary of Greek

  • κορακιόμορφα — τα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία εντάσσονται γνωστά πουλιά τής εύκρατης και τής τροπικής ζώνης, όπως είναι η αλκυόνα, ο μελισσοφάγος, ο τσαλαπετεινός, η χαλκοκουρούνα και τα εξωτικά καλάο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • χαλκοκουρούνα — Bλ. λ. κορακίας. * * * η, Ν ζωολ. α) κοινή ονομασία τού κορακιόμορφου πτηνού Coracias garrulus, τής οικογένειας κορακιίδες 2. στον πληθ. οι χαλκοκουρούνες ζωολ. κοινή ονομασία τών μελών τής οικογένειας πτηνών κορακιίδες τής τάξης κορακιόμορφα.… …   Dictionary of Greek

  • κορακίου — κοράκιον neut gen sg κορακίας chough masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”